Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Αξιοποίηση συμβασιούχων τις προηγούμενες δεκαετίες

 

Εχει, όμως, ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχτηκαν οι σχέσεις με το εκπαιδευτικό προσωπικό και πώς σχεδιασμένα και με την εφαρμογή της λογικής του μικρότερου κακού οδηγηθήκαμε στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση.

Μέχρι σήμερα, στο εκπαιδευτικό προσωπικό κυριαρχούσαν δύο μορφές εκπαιδευτικού προσωπικού πέραν των μελών ΔΕΠ/ΕΠ:

Στα Πανεπιστήμια ήταν οι απασχολούμενοι με σύμβαση 407/80 (οι οποίοι υπέγραφαν σύμβαση με μηνιαίο μισθό σε σύνδεση με τη βαθμίδα που προκηρύσσονταν η θέση - Λέκτορα, Επίκουρου ή Αναπληρωτή Καθηγητή - με ανάλογο ωράριο). Στα περισσότερα Τμήματα, τα πρώτα χρόνια (δεκαετίες 1980 - 1990) κάλυπταν πραγματικά έκτακτες ανάγκες (συνταξιοδοτήσεις, ασθένειες, άδειες, νέα προγράμματα σπουδών), στη συνέχεια όμως και με τη λεγόμενη «διεύρυνση της Ανώτατης Εκπαίδευσης» (από το 2000) πήραν μαζικό χαρακτήρα, ώστε να στελεχωθούν τα νέα Τμήματα (τα οποία αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από συμβασιούχους). Στη συνέχεια, άρχισαν να επεκτείνονται και στα παλιά λεγόμενα Τμήματα. Την ίδια περίοδο οι Υποψήφιοι Διδάκτορες στα Πανεπιστήμια ασκούσαν επικουρικό έργο κυρίως σε εργαστήρια και σεμινάρια.

Στα ΤΕΙ από ιδρύσεώς τους, και λόγω του χαρακτήρα τους, με έντονα ανεπτυγμένο το εργαστηριακό μέρος και της ανάγκης συνεχούς προσθήκης ειδικών (εξειδικευμένων) μαθημάτων, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των μαθημάτων πραγματοποιούνταν από το Εκτακτο Εκπαιδευτικό Προσωπικό (που σε μερικές περιπτώσεις έφτανε και ξεπερνούσε το 80%). Μετά τη διεύρυνση, το ποσοστό σε κάποια Τμήματα φτάνει στο 100% ακόμη και σήμερα. Οι συμβάσεις των Εκτάκτων ήταν σε σύνδεση με τη βαθμίδα που προκηρύσσονταν και συγκεκριμένα οι Εργαστηριακοί Συνεργάτες με τη βαθμίδα του Καθηγητή Εφαρμογών και οι Επιστημονικοί Συνεργάτες με τη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, ενώ όσοι είχαν ελλειπή προσόντα (επιστημονικά ή προϋπηρεσία) αμείβονταν ως ωρομίσθιοι.

 

Και στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, το κονδύλι για την πληρωμή του προσωπικού αυτού δινόταν με χωριστό κωδικό από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Παιδείας, όπως συνέβαινε και με τη σίτιση και τη στέγαση των φοιτητών.

Τα τελευταία χρόνια, τόσο στα Πανεπιστήμια όσο και στα ΤΕΙ, η κατάσταση «ξέφυγε» πέρα από κάθε όριο, με την ανοχή τόσο των κυβερνήσεων, όσο και των συνδικαλιστικών ηγεσιών των μελών ΔΕΠ/ΕΠ που λειτουργούν στη λογική του μικρότερου κακού. Οι παραπάνω εξελίξεις έρχονται σε μια στιγμή, που και το φοιτητικό κίνημα είναι στη χειρότερή του κατάσταση.

Πανσπερμία εργασιακών σχέσεων

Στα Πανεπιστήμια, τα παραδείγματα τέτοιων συμβάσεων είναι πάρα πολλά και εντυπωσιακά, αφού μία σύμβαση 407/80 μπορεί να μοιραστεί σε 8 διδάσκοντες, ενώ έχουν υπογραφεί και συμβάσεις μισής ώρας, ακόμη και σε κεντρικά Πανεπιστήμια (ΑΠΘ, Καποδιστρικό κ.ά.). Η διαδικασία ήταν σταδιακή και πήγαινε παράλληλα με την έναρξη μαζικά μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και μεταφοράς μαθημάτων από το προπτυχιακό πρόγραμμα, μείωση εργαστηριακών μαθημάτων κ.ά.

Στα ΤΕΙ πραγματοποιήθηκε μια ιδιαίτερα συστηματική πορεία εκφυλισμού που συνδέθηκε με τη σταθερή υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας: Τα προγράμματα (ακόμη και με βάση τον ισχύοντα νόμο) απαιτούσαν δύο εκπαιδευτικούς σε κάθε εργαστήριο με τον αριθμό των φοιτητών από 20 μέχρι 25, με τα δύο εξάμηνα να «τρέχουν» παράλληλα (λόγω της έλλειψης υποδομών και του μεγάλου αριθμού των εργαστηριακών μαθημάτων).

Αυτή η μορφή υπήρχε μέχρι το 2009. Μεσολάβησαν, ωστόσο, εξελίξεις που επιβάρυναν πολύ τη λειτουργία των ΤΕΙ, την ίδια τη διαδικασία του μαθήματος και την παρακολούθησή τους από τους σπουδαστές. Για παράδειγμα, εφαρμόστηκε αρχικά η μονή εισαγωγή των σπουδαστών, δηλαδή η εισαγωγή όλων των πρωτοετών στο α' εξάμηνο, ενώ μέχρι τότε υπήρχε κανονισμός που προέβλεπε την εισαγωγή του 50% των σπουδαστών στο α' εξάμηνο και των υπολοίπων στο β' εξάμηνο. Αυτή η τακτική έλυνε με έναν «τεχνικό» βέβαια τρόπο τις μεγάλες ελλείψεις που και τότε υπήρχαν σε διδακτικό προσωπικό και υποδομές. Αποτέλεσμα της αναίρεσης αυτού του μέτρου ήταν ο διπλασιασμός των σπουδαστών σε κάθε εξάμηνο. Στη συνέχεια, μειώθηκε από δύο σε έναν ο εκπαιδευτικός στα εργαστήρια ανά 25 φοιτητές, μετά προχώρησαν σε μείωση του αριθμού των ωρών στα εργαστήρια (από 3 ώρες σε 2 ή 1 ώρα), έπειτα αυξήθηκε ο αριθμός των σπουδαστών ανά εργαστήριο χωρίς όριο (σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε στους 120 σπουδαστές), με συνέπεια να υπάρχει σοβαρό ζήτημα ακόμα και για την ασφάλεια και την υγεία των σπουδαστών και του λοιπού προσωπικού. Τις παραπάνω εξελίξεις τόσο η δικομματική κυβέρνηση σήμερα όσο και οι διοικήσεις των ΤΕΙ προσπαθούν να τις διαχειριστούν σχεδιάζοντας νέα προγράμματα σπουδών, τα οποία δομούνται με βάση τον αριθμό του μόνιμου προσωπικού (προβλέποντας, μάλιστα, καταργήσεις εργαστηρίων ή συγχώνευσή τους με τη θεωρία) και όχι τις εξελίξεις και τις απαιτήσεις του κάθε επιστημονικού αντικειμένου. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται, εκτός των άλλων, μια σημαντική υποβάθμιση του ίδιου του περιεχομένου σπουδών, όπου με μια «μπακαλίστικη» λογική τύπου «κόψε ράψε», επιχειρείται να καλυφθούν τρύπες στα προγράμματα. Φυσικά, μέσω αυτής της διαδικασίας, που δεν είναι μόνο «εξ ανάγκης», αξιοποιείται η ευκαιρία να προσαρμοστούν τα προγράμματα σπουδών των ΤΕΙ πιο οργανικά στις ορέξεις των μεγάλων επιχειρήσεων, να ανοίξει ο δρόμος για τα διετή και τριετή προγράμματα κατάρτισης.

Ολα αυτά, αλλά και αυτά που θα ακολουθήσουν γίνονται κάτω από την πίεση που έχουν τα Ιδρύματα να καλύψουν πια μόνα τους τις ανάγκες τους σε εκπαιδευτικό προσωπικό, από έναν συνεχώς μειούμενο προϋπολογισμό, με επιπλέον επιβαρύνσεις (έκτακτο προσωπικό, σίτιση και στέγαση των φοιτητών).

Σήμερα, υπάρχει μια πανσπερμία εκπαιδευτικού προσωπικού που καταδεικνύει το στόχο της μετατροπής των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ σε εκπαιδευτήρια για τη μεγάλη μάζα των φοιτητών και τη μεταφορά μιας ελίτ στα μεταπτυχιακά προγράμματα ή στα προγράμματα Αριστείας (βλέπε πίνακα).

Ανάγκη για μόνιμο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό

Σήμερα, υπάρχει μεγάλη ανάγκη να ανοίξει πραγματικά η συζήτηση για το τι Ανώτατη Εκπαίδευση θέλουμε. Πράγματα που μέχρι σήμερα θεωρούνταν δεδομένα (μη καταβολή διδάκτρων, μίνιμουμ προσόντων για τους διδάσκοντες, σταθερά προγράμματα σπουδών κ.ά.) είναι υπό αμφισβήτηση στη λογική της σύνδεσής των Ιδρυμάτων με την αγορά. Η πρόταση, λοιπόν, για Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, αποκλειστικά Δημόσια και Δωρεάν δεν μπορεί να αποτελεί ένα σύνθημα, αλλά να είναι η ουσιαστική βάση συζήτησης.

Ενας τέτοιος στόχος θα δίνει ουσία και στις διεκδικήσεις για μόνιμο προσωπικό, διδακτικό και ερευνητικό, για προγράμματα σπουδών που θα ανταποκρίνονται στη συσσωρευμένη επιστημονική γνώση, για αύξηση της χρηματοδότησης σε τέτοια επίπεδα που να καλύπτουν τις λειτουργίες των ΑΕΙ.

Το ζήτημα των συμβασιούχων εκπαιδευτικών στα ΑΕΙ δεν αποτελεί ένα ζήτημα που αφορά μόνο στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, πρέπει να γίνει ζήτημα όλης της κοινότητας. Δεν αρκεί να βγει ένα ακόμη ακαδημαϊκό έτος. Πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα όλων η σωστή εκπαιδευτική διαδικασία. Η σιωπή και η κάλυψη των προβλημάτων «κάτω από το χαλί» μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στην ίδια την ύπαρξη των Τμημάτων.

Νίκος ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ
Διδάκτορας Βιολογίας, έκτακτος εκπαιδευτικός στο ΤΕΙ Θεσσαλίας (αν θα υπάρξουν σε αυτό το εξάμηνο έκτακτοι εκπαιδευτικοί...)

“Ριζοσπάστης”